Το καπλάνι της βιτρίνας

SANDY DELUCA-Tigress

SANDY DELUCA – Tigress

[ Και τι δε μας είπε φέτος ο Νίκος για το καπλάνι! Βαρετικές ιστορίες, που λέει και η Πιπίτσα, μα που μαθαίνεις ένα σωρό πράγματα. Εκτός από το χαρτί, ξέρουμε πώς γίνεται το γυαλί. Κι ακόμα ο Νίκος μας έμαθε γιατί πλέει το βαρέλι στη θάλασσα, που είναι τόσο βαρύ και το παπούτσι μας, που είναι τόσο ελαφρύ, βουλιάζει μόλις το ρίξουμε στο νερό.

Εμένα όμως μ’ αρέσουν πολύ οι βραδινές ιστορίες του καπλανιού.

Σα σκοτεινιάζει για καλά και λάμπουνε τ’ αστέρια, πάμε με το Νίκο και ξαπλωνόμαστε σ’ έναν ψηλό βράχο που στην κορφή του έχει ένα πλάτωμα. Τότε, θαρρείς κι ο ουρανός χαμηλώνει και τ’ αστέρια κοντεύουν να μας αγγίξουν. Όταν ο ουρανός είναι πολύ μαύρος ο Νίκος λέει ότι είναι η σκιά του καπλανιού, που περιδιαβαίνει από τη Μεγάλη Άρκτο στη Μικρή κι από τον Άρη στην Αφροδίτη. Έτσι ξέρουμε τώρα όλοι μας, ακόμα κι η μικρούλα Αυγή, να ξεχωρίζουμε κάθε αστέρι με τ’ όνομά του και ποιο είναι πιο κοντά στη γη ή πιο κοντά στον ήλιο.

Μια φορά το καπλάνι, που έβλεπε με το μαύρο μάτι, είδε ένα αστέρι με μια μακριά ουρά που το λένε κομήτη. Το αστέρι αυτό έτρεχε και θα πέρναγε κοντά από τη γη. Το άκουσαν και τα πουλιά, πέταξαν τρομαγμένα και το ‘παν στους ανθρώπους. Ο Νίκος λέει ότι ήτανε μικρός τότε, μα θυμάται πολύ καλά πως τη μέρα που θα καιγότανε η γη, η θεία Δέσποινα έψηνε γλυκό βύσσινο. Το παράτησε στη φωτιά να βγει στο δρόμο μαζί με τον κόσμο, που είχε μαζευτεί στην πλατεία να δει τον κομήτη που θα τους έκαιγε όλους. Ο κομήτης πέρασε, η γη δεν κάηκε – κάηκε όμως το βύσσινο της θείας Δέσποινας κι η κατσαρόλα ακόμα. Ο Νίκος ίσαμε τώρα την πειράζει τη θεία Δέσποινα κι άμα θέλει να φάει γλυκό βύσσινο, της λέει: «Δε με κερνάς κανένα κομήτη, θεία».]

*********************************

[ Αν είχα γεννηθεί συγγραφέας θα ‘γραφα μια πολύ χαρούμενη ιστορία. Θα ‘γραφα για το Νίκο και το καπλάνι. Όχι, όμως για το Νίκο που κρυβότανε στο Μύλο με το Μισό Φτερό και στο καμαράκι με τα άδεια κλουβιά. Ούτε για το καπλάνι που κειτόταν πληγωμένο στη μεγάλη σάλα. Θα ‘γραφα πως γύρισε ο Νίκος καβάλα στο καπλάνι, που ‘χε τώρα και τα δυο μάτια γαλάζια. Μπορεί κιόλας να γύριζαν πετώντας, να ‘χε ανακαλυφτεί πώς να πετάνε οι άνθρωποι και τα καπλάνια. Θά ‘ρχονταν πρώτα σε μας, στο Λαμαγάρι. Κι ύστερα θα πετούσαν σ’ όλες τις χώρες κι όπου πήγαιναν θα ‘καναν όλα τα παιδιά του κόσμου ΕΥ-ΠΟ*, ΕΥ-ΠΟ!

– Κατά πού πέφτει η Ισπανία; ρώτησε ο Οδυσσέας, σαν καθίσαμε σ’ ένα βράχο να ξαποστάσουμε από τις πολλές τρεχάλες.

– Κατά κει, λέει η Μυρτώ και δείχνει κάπου, πέρα στη θάλασσα.

Τότε, θαρρείς κι είχαμε συνεννοηθεί, σταθήκαμε όρθιοι πάνω στο βράχο, κάναμε χωνί τα χέρια μας και φωνάξαμε:

– Γειά σου, Νίκοοοο!… Μας ακούς; Γειά σου, Νίκοοοο!

Ο αγέρας έπαιρνε τις φωνές μας και τις έχανε μακριά στη θάλασσα, Φώναζε κι ο Αλέξης κι ας μην είχε γνωρίσει ποτέ το Νίκο και το καπλάνι της βιτρίνας…] 

*********************************

*ΕΥ-ΠΟ: ΠΟΛΥ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΑ

Άλκη Ζέη Το καπλάνι της βιτρίνας

1η έκδοση:Θεμέλιο, 1963 / 2η έκδ: Κέδρος, 1974 / 3η έκδ: Μεταίχμιο, 2011

http://youtu.be/rvaNGijQamU

http://youtu.be/jSuOEwk_WQs

http://youtu.be/6sC5mTychYE

http://youtu.be/QB3xuUnJlwg

http://youtu.be/k7GNZ97ocNQ

Σχολιάστε