Γαλάζιες Τίγρεις

«Καὶ ὁ λίθος οὗτος, ὃν ἔστησα στήλην, ἔσται μοι οἶκος Θεοῦ, καὶ πάντων, ὧν ἐάν μοι δῷς, δεκάτην ἀποδεκατώσω αὐτά σοι.»   Γένεσις 28:22

Σε μια περίφημη σελίδα του Μπλέηκ, η τίγρη παρουσιάζεται σα μια φωτιά που αστραποφέγγει και σαν αιώνιο αρχέτυπο του Κακού· εγώ προτιμώ εκείνη τη φράση του Τσέστερτον, που τη θέλει σύμβολο τρομερής κομψότητας. Η αλήθεια πάντως είναι πως δεν υπάρχουν λέξεις για να παραστήσει κανείς την τίγρη, αυτή τη μορφή που αιώνες τώρα στοιχειώνει τη φαντασία των ανθρώπων. Η τίγρη πάντα με γοήτευε. Σαν ήμουνα παιδί, θυμάμαι, πέρναγα ώρες ατέλειωτες σ’ ένα ορισμένο κλουβί του Ζωολογικού Κήπου:          τ’ άλλα δεν μ’ ενδιέφεραν. Αξιολογούσα τις εγκυκλοπαίδειες και τα βιβλία της φυσικής ιστορίας απ’ τον τρόπο που είχαν εικονογραφήσει τις τίγρεις. Κι όταν μου αποκαλύφθηκαν τα “Jungle Books”, διόλου δεν μου άρεσε που ο Σηρ Χαν, ο τίγρης, ήταν ο εχθρός του ήρωα. Από τότε, αυτός ο παράξενος έρωτας δεν μ’ εγκατέλειψε ποτέ. Επέζησε ακόμα κι απ’ την παράδοξη επιθυμία μου να γίνω κυνηγός κι απ’ την κοινή ανθρώπινη αστάθεια. Μέχρι πριν λίγο καιρό –η μέρα μου φαίνεται μακρινή, ενώ, στην πραγματικότητα, δεν είναι- ο έρωτας αυτός συμβιούσε αρμονικά με τα συνηθισμένα μου καθήκοντα στο Πανεπιστήμιο της Λαχώρης. Είμαι καθηγητής της δυτικής και ανατολικής  λογικής κι αφιερώνω τις Κυριακές μου σ’ ένα σεμινάριο πάνω στο έργο του Σπινόζα. Πρέπει να προσθέσω πως είμαι Σκώτος· ίσως ο έρωτας των τίγρεων να ’ταν αυτό που μ’ έφερε απ’ το Αμπερντήν στο Παντζάμπ. Η ζωή μου ήταν πολύ συνηθισμένη, όμως στα όνειρά μου έβλεπα τίγρεις. (Σήμερα, άλλες είναι οι μορφές που τα ενδημούν).                                                              Τα ‘χω αφηγηθεί κι άλλες φορές αυτά τα πράγματα και σήμερα μου φαίνονται μακρινά.     Τα ξαναλέω, ωστόσο, μιας και το ζητά η εξομολόγησή μου.                                              Στα τέλη του 1904, άκουσα πως στην επαρχία του  Δέλτα του Γάγγη είχαν ανακαλύψει   μια γαλάζια παραλλαγή του είδους. Σαν επιβεβαίωση του μαντάτου ήρθαν αργότερα τηλεγραφήματα, με τις συνηθισμένες μεταξύ τους μικροδιαφορές και αντιφάσεις. Ο παλιός μου έρωτας ξαναζωντάνεψε. Υποψιάζομαι πάντως και το ενδεχόμενο του λάθους, αφού είναι γνωστή η συχνή ανακρίβεια που οι άνθρωποι αποδίδουν τα χρώματα. Κάπου είχα διαβάσει, θυμήθηκα, πως στα ισλανδικά το όνομα της Αιθιοπίας είναι “Blaland”,  που σημαίνει Γαλάζια Γη ή Γη των Μαύρων. Αυτή η γαλάζια τίγρη θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας μαύρος πάνθηρας. Τα νέα δεν έλεγαν τίποτα για τις ραβδώσεις, αλλά ούτε και για την εικόνα μιας γαλάζιας τίγρης με ασημένιες ραβδώσεις που δημοσιεύτηκε στο λονδρέζικο Τύπο: ήταν, το δίχως, άλλο απόκρυφη. Το γαλάζιο της εικόνας μου φάνηκε να ταιριάζει περισσότερο στην εραλδική παρά στην πραγματικότητα. Κάποτε, σ’ ένα όνειρο, είχα δει τίγρεις που το γαλάζιο χρώμα τους μου ήταν ολότελα άγνωστο και που στάθηκε αδύνατο να βρω τη λέξη για να τ’ αποδώσω. Ξέρω όμως πως ήτανε σχεδόν μαύρο,

αυτό όμως δεν βοηθάει καθόλου στο να φανταστεί κανείς την πραγματική απόχρωση.

[…] Χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, είχα αρχίσει να εξοικειώνομαι μ’ αυτές τις μεταμορφώσεις. Μου ‘καναν λιγότερη κατάπληξη απ’ τις κραυγές του Μπαγκουάν Ντας.     – Είναι οι πέτρες που γεννοβολάνε! φώναξε. Τώρα είναι πολλές, μα μπορούν ν’ αλλάξουν. Έχουν το σχήμα του γεμάτου φεγγαριού και το γαλάζιο χρώμα που επιτρέπεται μονάχα στα όνειρα. Οι παππούδες των παππούδων μου δε λέγαν ψέματα όταν μιλάγαν για τη δύναμή τους.

 

[…] Δεν άκουσα τα βήματα, αλλά μια φωνή κοντά μου είπε:                                                 – Ήρθα.
Ο ζητιάνος ήταν δίπλα μου. Μάντεψα μες στο μισοσκόταδο το τουρμπάνι,                          τα σβησμένα μάτια, το ωχρό δέρμα και το γκρίζο γένι. Δεν ήταν πολύ ψηλός.                  Μου έτεινε το χέρι και μου είπε, πάντα με χαμηλή φωνή:                                                       – Μια βοήθεια, Προστάτη των Φτωχών.
Ψάχτηκα και του αποκρίθηκα:
– Δεν έχω δεκάρα.
– Έχεις πολλές, ήταν η απάντησή του.

Στη δεξιά μου τσέπη ήταν οι πέτρες. Έβγαλα μια και την άφησα να πέσει στην παλάμη του. Δεν ακούστηκε ο παραμικρός ήχος.

– Πρέπει να μου τις δώσεις όλες, μου είπε.                                                                        Όποιος δεν τα έχει δώσει όλα, δεν έχει δώσει τίποτα.                                                    Κατάλαβα και του είπα:                                                                                                           – Θέλω να ξέρεις πως η ελεημοσύνη μου μπορεί να σου φέρει τρόμο.                                  Μου απάντησε:                                                                                                                          – Ίσως αυτή η ελεημοσύνη είναι η μόνη που μπορώ να δεχτώ. Έχω αμαρτήσει.        Άφησα να πέσουν όλες οι πέτρες στη φούχτα του. Πέφταν σα ν’ ακουμπούσαν                στο βυθό της θάλασσας, τόσo αθόρυβα.                                                                            Τότε μου είπε:                                                                                                                           – Δεν ξέρω ακόμα τι είναι η ελεημοσύνη σου, η δική μου πάντως θα σου φέρει τρόμο.  Μείνε εσύ εδώ, με τις μέρες και τις νύχτες, με τη σωφροσύνη, με τις συνήθειες,                 με τον κόσμο.                                                                                                                        Δεν άκουσα τα βήματα του τυφλού ζητιάνου ούτε τον είδα να χάνεται στο χάραμα.

Μπουένος Άιρες, 29 Μαρτίου 1977

Jorge Luis BorgesΡόδινο και Γαλάζιο – Εκδόσεις ύψιλον

                

http://youtu.be/5p5hy-2AjTA

     

http://youtu.be/K0cstDk6Kyo

      

http://youtu.be/TOR0VxDo6sk

           

http://youtu.be/oqO_DxrqX4c

                  

http://youtu.be/2B4CnU95VT8

                                   

Σχολιάστε