El Libro Infierno

                          Domenico di Michelino – Dante and His Poem

                                                                                                                                                   Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΚΟΛΑΣΗ

Το Βιβλίο Κόλαση

Η κόλαση ήταν μια βιβλιοθήκη με ένα μόνο βιβλίο.                                                         Μέσα σ’ ένα αδιαπέραστο σκοτάδι που μπορεί είτε να εκτεινόταν επ’ άπειρον                   είτε να έκρυβε τοίχους σε λίγα μέτρα, υπήρχε ένα αναλόγιο πάνω στο οποίο βρισκόταν ένα σφραγισμένο βιβλίο, τυλιγμένο σ’ ένα αμυδρό φως που φαινόταν σαν να το δεχόταν αλλά και να το εξέπεμπε ταυτόχρονα. Ο τίτλος του ήταν γραμμένος στο εξώφυλλο: Το βιβλίο Κόλαση.                                                                                                        «Yπάρχουν διάφοροι τρόποι να δεις τον κόσμο και να αφηγηθείς την ιστορία του» είπε        ο βιβλιοθηκάριος, ένας μελαγχολικός διάβολος με μαύρη γλώσσα και βραχνή φωνή. «Κάποιοι απ’ αυτούς τους τρόπους αλληλοακυρώνονται, άλλοι αλληλοαγνοούνται και  άλλοι αλληλοσυμπληρώνονται· όλοι, όμως, αξίζουν να αναγνωριστούν.                         »Ένας απ’ όλους είναι κι αυτός που θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε “βιβλιοθηκονομική άποψη του κόσμου”, σύμφωνα με την οποία το βιβλίο είναι η κορύφωση μιας εξελικτικής διαδικασίας που αρχίζει με την άψυχη ύλη, πυροδοτείται με τη ζωή και φωτίζεται με τη συνείδηση. Και το φως της συνείδησης συμπυκνώνεται στη λέξη (η σάρκα γίνεται λόγος) που, με τη σειρά της, γίνεται γραφή.                                             »Το βιβλίο, επομένως, είναι επιτομή και έμβλημα του ορισμού και της συνέχειας της συνείδησης. Λίγο ενδιαφέρει από θεωρητική άποψη (αλλά πολύ από πρακτική) αν          το υλικό πάνω στο οποίο ασκείται η γραφή είναι πέτρα, χαρτί ή σιλικόνη (δηλαδή, πάλι πέτρα): ένα σύνολο λέξεις που σώθηκαν απ’ την πτητικότητά τους, είναι, προς το παρόν,  το μείζον επίτευγμα της συνείδησης ή έστω, του κόσμου.                                                     »Γι αυτό και ένας τρόπος να δώσει κανείς διέξοδο στις αναπόφευκτες θεολογικές παλινδρομήσεις του νου, είναι να φανταστεί την εξέλιξη προς την κατεύθυνση της κυοφορίας μιας βιβλιοθήκης οριστικής (δηλαδή, αρκτικής), της Βιβλιοθήκης με “β” κεφαλαίο, πλήρους, ολοκληρωμένης (της πληρότητας νοούμενης όχι απλώς ποσοτικά, αλλά και οργανικά, λειτουργικά).                                                                                       »Στο πλαίσιο αυτής της βιβλιοθηκονομικής άποψης του κόσμου, ο άνθρωπος (χωρίς να υποτιμώνται άλλες λειτουργίες, αξίες ή αισθήματα) μπορεί να θεωρηθεί ως το σημείο συνάντησης των βιβλίων, η αγορά και η παλαίστρα τους, η επικράτειά τους: σ’ αυτόν, τα βιβλία ξεδιπλώνονται και αντιμάχονται το ένα το άλλο, ανταγωνίζονται και ζευγαρώνουν, και σε ορισμένες περιπτώσεις καταφέρνουν ακόμα και να αναπαράγουν το είδος τους, υποχρεώνοντας τον αμφιτρύονά τους να γράψει ένα καινούριο βιβλίο.                        »Κάθε ανθρώπινο ον είναι, αν μη τι άλλο, ένα βιβλίο ηλεκτρονικό, ένα e-book χαραγμένο στον μαλακό (ma non tropo65 ) δίσκο των νευρωνικών κυκλωμάτων του. Και στην περίπτωση του homo legens,66 αυτό το βιο-βιβλίο οδηγεί στην αγάπη (ή στο μίσος) προς άλλα βιβλία, παλεύει και προσμιγνύεται μ’ αυτά, κι αυτή η πρόσμιξη, κάποιες φορές, αποδεικνύεται γόνιμη. Esse est legere»67 κατέληξε ο δαίμονας, δείχνοντάς μου με το δάχτυλο το Βιβλίο Κόλαση.                                                                                           Κάθισα στο αναλόγιο και το διάβασα μονορούφι. Από την πρώτη στιγμή με κατέλαβε μια ζωηρή αίσθηση déjà  vu68  (déjà lu69) που, όσο προχωρούσε η ανάγνωση, όλο και δυνάμωνε. Το βιβλίο έμοιαζε να περιέχει διάφορες εκδοχές, ταυτόχρονα εναλλακτικές και συμπληρωματικές, της ίδιας ιστορίας, όλες πολύ σύντομες, του ενός κεφαλαίου, εκτός από μία, που ήταν πιο εκτεταμένη. Και σε όλες αυτές αναγνώρισα τον εαυτό μου, συγκεχυμένο και αποπροσανατολισμένο, σαν κάποιον που έχει χαθεί σ’ ένα λαβύρινθο από καθρέφτες. Ήταν σαν να ξεσκόνιζα παλιά τετράδια, ξεχασμένα από καιρό.                                    Αυτές οι σελίδες μπορεί να ήταν (δεν μπορεί παρά να ήταν;) λογοτεχνικά εκτοπλάσματα διαφόρων αλληλένδετων προσωπικών μου εμμονών (και τι άλλο είναι η κόλαση από τον κύκλο των εμμονών μας;)                                                                                    Ξαναδιάβασα και ξανάγραψα το βιβλίο μετά μανίας, ξανά και ξανά. Εγκιβωτισμένο σε  μια τρύπα του αναλογίου υπήρχε ένα μελανοδοχείο μ’ ένα φτερό πουλιού. Τα πούπουλα του φτερού μού επέτρεπαν να σβήνω εύκολα το κείμενο, σαρώνοντας τα γράμματα των φωτεινών σελίδων σαν να τα ξεσκόνιζαν (αν και δεν εξαφανίζονταν εντελώς: κάτι σαν σκιά τους έμενε κάτω από τις καινούριες λέξεις που έγραφα).                                         Μετά από πολλές επαναναγνώσεις και επανασυγγραφές, σήκωσα τα μάτια                   απ’ το αχόρταγο παλίμψηστο και κοίταξα κατάπληκτος τον βιβλιοθηκάριο, που                   δεν είχε κουνηθεί απ’ τη θέση του.                                                                                  «Είναι το δικό σου ακόρεστο βιβλίο» είπε, απαντώντας στην ερώτηση που δεν του είχα θέσει. «Όταν δεν εκδίδεις ένα βιβλίο, καταδικάζεσαι να το ξαναγράφεις αιωνίως, είπε       ο φίλος σου ο Borges, αλλά δε συνέχισε (άλλωστε, η φράση δεν είναι δική του, όπως    και πολλές άλλες που του αποδίδονται). Υπάρχουν βιβλία που δεν ησυχάζουν, ίσως     ούτε και με την εξορκιστική (και κηδευτική, κατά κάποιο τρόπο) τελετή της έκδοσης.      Είτε τα εκδώσεις είτε όχι, αυτά επιστρέφουν σαν βρικόλακες για να σου πιούν το αίμα    της ψυχής (που δεν είναι η μνήμη, αλλά ο διαλογισμός·  όχι η ελπίδα, αλλά η περιέργεια). »Αυτό το προαιώνιο βιβλίο σου, το καρμικό βιβλίο σου, καρπός των λιγότερο τυχαίων αναγνώσεων και επιλογών σου, παιδί της προσωπικής σου βιβλιοθήκης και του βιβλίου της ζωής σου, σχόλιο και προέκταση και των δύο – το άπειρο βιβλίο σου, το βιβλίο σου κόλαση. Ξαναδιάβαζέ το, επομένως, και ξαναγράφε το ατελείωτα.»                          «Ωραίο το λογύδριο. Όμως, δεδομένων των περιστάσεων, θα προτιμούσα να μάθω τι σημαίνει» είπα, χωρίς να κρύψω την κούραση μου.                                                          «Το να το βρεις μόνος σου, αποτελεί μέρος της ποινής» απάντησε ο βιβλιοθηκάριος         και διαλύθηκε στο σκοτάδι σαν ένας κύβος μαύρη ζάχαρη σ’ ένα φλιτζάνι καφέ.                   Αφού έχει περάσει ένας χρόνος που δεν είναι ο χρόνος της ύλης,                                        ο δαίμονας αναδύεται από το πηχτό σκοτάδι όπως θα μπορούσε να το κάνει μόνο  κάποιος που έχει υπάρξει φως.                                                                            «Αναγνωρίζω πως αυτό είναι το βιβλίο μου, κατά μία έννοια ευρεία και βαθιά» του λέω, «και το αναγνωρίζω, με όλες τις σχετικές συνέπειες. Χαίρετε.»                                «Χαίρετε;! Τώρα μόλις δεν είπες ότι το αναγνωρίζεις με όλες τις σχετικές συνέπειες;»      «Ναι. Επομένως θα είμαι συνεπής με τις υπόλοιπες εκδοχές της ιστορίας.»                      «Τι εννοείς;»                                                                                                                    «Έχω ξεφύγει απ’ όλες τις προσπάθειές σου να με κρατήσεις, είτε καταφέρνοντας να ανακαλύψω τις εσωτερικές αντιφάσεις των διατυπώσεών σου, είτε απλώς επιλέγοντας ένα δρόμο που οδηγούσε στη λύση. Και καταλαβαίνω ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για λόγους αισθητικής και αφηγηματικής συνοχής, πρέπει να κάνω το ίδιο, έτσι ώστε…» «Για λόγους αισθητικούς και αφηγηματικούς;» με διακόπτει ο βιβλιοθηκάριος, ανασηκώνοντας τα φρύδια. «Δε σου ακούγεται λίγο επιπόλαιο αυτό;»                                «Η επιπολαιότητα δεν υπάρχει στα λόγια μου παρά μόνο στα πεταχτά αφτιά σου.                Η αφηγηματική συνοχή είναι ένα αίτημα μάλλον ζωτικό παρά λογοτεχνικό, και η αισθητική συνοχή είναι η ορατή έκφραση της ηθικής.»                                                                      «Πού θες να καταλήξεις;»                                                                                                   «Αν μια εν σειρά και αύξουσα απαρίθμηση σημαίνει, δυνάμει, τη λύση του άλυτου προβλήματος να μαντέψεις έναν συγκεκριμένο αριθμό ανάμεσα σε άπειρους πιθανούς, έτσι και το να οδηγήσεις ένα βιβλίο ως τα όρια των πιο σημαντικών δυνατοτήτων του ισοδυναμεί – από ηθικής απόψεως – με το να το ολοκληρώσεις· όχι, φυσικά, κατά έναν τρόπο πλήρη και οριστικό, αλλά με τον τρόπο του να προτείνεις στον αναγνώστη (τον homo legens που υπάρχει με το να προσδίδει ύπαρξη σε μας) ένα δρόμο να διαβεί ανάμεσα σε άπειρους… Αν φτάσει ως εδώ, θα είναι γιατί αυτός ο δρόμος περνάει (έργω ή δυνάμει) μέσα από κάποια επιθυμία, ανάγκη ή σύγκρουσή του. Η προσοχή του με λυτρώνει.»       «Κι αν δεν φτάσει ως εδώ;»                                                                                               «Χωρίς τη συνδρομή του, αυτό το σκοτάδι που μας τυλίγει, κλείνει σαν γροθιά.               Αυτό το τέλος δεν υπάρχει, ούτε κανένα άλλο (esse est esse lectum70), και γι’ αυτό        δεν έχει μεγάλη σημασία το τι κάνουμε.»                                                                           «Δε με πείθει το επιχείρημά σου» λέει ο δαίμονας, χαϊδεύοντας το πεταχτό πιγούνι του. «Πιο πολύ από τον Berkeley71  μου θυμίζει τα παιχνίδια του αγίου Ανσέλμου.»72           «Έχω κι άλλο επιχείρημα, καλύτερο, μολονότι κι αυτό παιγνιώδες…                                Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πριγκίπισσα που απαιτούσε απ’ τους μνηστήρες της        ν’ αντιμετωπίσουν έναν φοβερό και τρομερό δράκο. Μόνο ένας απ’ αυτούς κατάφερε       να νικήσει το τέρας. Κι όταν παρουσιάστηκε μπροστά στην πριγκίπισσα, εκείνη του είπε, με περιφρόνηση: “Δε θα παντρευτώ ποτέ μου με κάποιον που είναι τόσο ηλίθιος ώστε να αντιμετωπίσει ένα δράκο για το καπρίτσιο μιας γυναίκας”.»                                                «Τι διεστραμμένη πριγκίπισσα!»                                                                               «Πραγματικά διαβολική!»                                                                                                  «Και ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα;»                                                                                       «Η πραγματική δοκιμασία στην οποία υποβάλλει η πριγκίπισσα τους μνηστήρες της,         είναι η μετα-δοκιμασία: αυτό που τους βγάζει εκτός μάχης, είναι το γεγονός ότι αποδέχονται την πρόκληση, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της.»                           «Μήπως αυτό που επιθυμεί η πριγκίπισσα, είναι να μείνει ανύπαντρη;»                              «Όχι κατ’ ανάγκην. Ίσως περιμένει έναν σώφρονα μνηστήρα που να της πει ότι              δεν δέχεται τη δοκιμασία, γιατί του φαίνεται σκληρή και παράλογη.»                               «Και τι σχέση έχει η κατάστασή σου μ’ αυτό το παραμυθάκι που (το λέω έτσι, εν παρόδω) είναι εμπνευσμένο από την ιστορία μου με το βασιλιά και τους παίκτες του σκακιού;»           «Σου το είπα: το έχω εμπνευστεί από ένα ανσελμικό παράδοξο. Κι εσύ ξέρεις πολύ καλά ποια σχέση έχει η πριγκίπισσα μαζί μου· ή, μάλλον, η πριγκίπισσα μαζί σου. Αυτό που έχεις βάλει σε δοκιμασία, είναι η στάση μου προ της δοκιμασίας. Αυτό που εκτιμάς,         είναι   ο τρόπος με τον οποίο εκτιμώ εγώ την κατάσταση… Το αμάρτημά μου, είναι ότι οχυρώθηκα σε μια βιβλιοθήκη (ή, εν πάση περιπτώσει, σ’ ένα βιβλίο: αυτό το βιβλίο         το οποίο είναι όλα τα βιβλία που έχω γράψει ή, ίσως, θα γράψω), κι ο κρυψώνας μετατράπηκε σε κάτεργο. Κι εσύ, διαβολικά, θέλεις να με κάνεις να επιμείνω στον εγκλεισμό μου.»                                                                                                               «Κάθε αμάρτημα εμπεριέχει την ποινή του· ή, για να το πω μ’ έναν τρόπο πιο περίπλοκο, το αμάρτημα είναι η ποινή.»                                                                                                «Λάθος:  η ποινή είναι το αμάρτημα. Όταν δέχεσαι την ποινή, είναι σαν να παρατείνεις το αμάρτημα, σαν να επικυρώνεις το διαβολικό καπρίτσιο: είναι μια πράξη βολής και δειλίας, αυταρέσκειας και οκνηρίας. Δε θα πέσω στην κυκλική παγίδα σου.»                     «Ωστόσο, παραδέχτηκες ότι αυτό είναι το βιβλίο σου. Το έργο σου θα είναι να το διαβάζεις και να το ξαναδιαβάζεις, να το γράφεις και να το ξαναγράφεις, να το βελτιώνεις και να το ξαναβελτιώνεις…»                                                                                                             «Μην επιμένεις. Αυτή είναι η ίδια παγίδα στην ψευδο-ανοικτή εκδοχή της που, όμως, είναι το ίδιο κλειστή. Δε δέχομαι κανένα άλλο έργο από το να γράψω το καλύτερο βιβλίο που μπορεί να γίνει σ’ έναν δεδομένο λογικό χρόνο και με λογική καταβολή προσπάθειας.       Ο απόλογός σου με τους σκακιστές είναι πολύ διδακτικός. Πρέπει να είσαι βλαξ για να αφιερώνεις περισσότερο χρόνο στο να παίζεις σκάκι (ή να γράφεις) απ’ το να ζεις.        Αυτές οι ατελείωτες επαναναγνώσεις και επανασυγγραφές με τις οποίες με προκαλείς, είναι σίγουρα σύμφυτες με το βιβλίο, με όλα τα βιβλία· όμως, δε θα τις κάνω εγώ: όπως και να’χει, ας τις κάνουν οι αναγνώστες.»                                                                           «Κι αν δεν τις κάνουν;  Ίσως και να μην τους αξίζει η τιμωρία…» αντιλέγει –πονηρά–         ο πονηρός.                                                                                                                           «Αν δεν αξίζει τον κόπο να συνεχίσουν άλλοι το βιβλίο, να το κάνουν να μεγαλώσει και να βγάλει κλαδιά, τότε δεν αξίζει ούτε τον κόπο να το κάνω εγώ.  Όπως και να ’χει, πιστεύω πως το καλύτερο που μπορώ να κάνω, είναι να τελειώνω μ’ αυτή την ιστορία που αρχίζει να γίνεται λίγο κλειστοφοβική, e quindi uscire a riveder le stele…»73                               «Θα τα ξαναπούμε» μυκτηρίζει ο δαίμονας με σφιγμένα δόντια (όμως στα μελαγχολικά       του μάτια χορεύει ο ίσκιος ενός ειρωνικού χαμόγελου) ενώ εγώ τελειώνω το βιβλίο.

Σημειώσεις του μεταφραστή Αχιλλέα Κυριακίδη:                                                          65. Mουσικός όρος (κατά λέξη: «μα όχι πολύ») συνήθως έπεται του όρου που υποδηλώνει τη ρυθμική αγωγή με την οποία ο συνθέτης επιθυμεί να εκτελεστεί το έργο του (π.χ. allegro ma non tropo).                                                                                                                      66. Λατινικά στο κείμενο: «αναγιγνώσκων άνθρωπος»· νεολογισμός, κατά τα homo habilis (επιδέξιος άνθρωπος), homo erectus (όρθιος άνθρωπος) και  homo sapiens (νοήμων άνθρωπος).                                                                                                                           67. Λατινικά στο κείμενο: «είναι σημαίνει να διαβάζεις».                                                    68. Γαλλικά στο κείμενο (κατά λέξη: «ήδη ιδωμένο»): η μεταφυσική αίσθηση ότι έχεις ξαναζήσει κάτι, έχεις ξαναδεί ένα πρόσωπο ή έχεις ξαναεπισκεφθεί ένα χώρο.                  69. Λογοπαίγνιο πάνω στο προηγούμενο: «ήδη διαβασμένο».                                          70. Λατινικά στο κείμενο: «είναι σημαίνει να διαβάζεσαι».                                                 71. Ο άγγλος ιδεαλιστής φιλόσοφος George Berkeley (1684-1753).                                      72. Ο θεολόγος και φιλόσοφος του Μεσαίωνα Άνσελμος εκ Κανταβρυγίας (1033-1109), περίφημος για την οντολογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού.                                        73. Ο τελευταίος στίχος της Κόλασης του Δάντη: «… κι απ’ όπου βγήκαμε να ξαναδούμε   τ’ άστρα…»

Carlo Frabetti  Το Βιβλίο Κόλαση – Εκδόσεις opera

ΥΓ: A room with a view                                                                                         http://youtu.be/6pDuxQ8AE1I                                                                               http://youtu.be/vPzS91gGzLM                                                                                   http://youtu.be/hw1_wKvd-3g                                                                                   http://youtu.be/r6CaPzFXnco

Σχολιάστε